καλαμοστεφης

καλαμοστεφης
    καλαμοστεφής
    κᾰλᾰμο-στεφής
    2
    увенчанный или покрытый тростником
    

(βύρσαι Batr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καλαμοστεφης" в других словарях:

  • καλαμοστεφής — καλαμοστεφής, ές (Α) καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + στεφής (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. ιχθυ στεφής, ροδο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοστεφέων — καλαμοστεφής covered with reed masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»